συμπαρακαλῶ

συμπαρακαλῶ
συμπαρακαλέω
call upon
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
συμπαρακαλέω
call upon
pres ind act 1st sg (attic epic doric)
συμπαρακαλέω
call upon
fut ind act 1st sg (attic epic doric)
συμπαρακαλέω
call upon
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
συμπαρακαλέω
call upon
pres ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συμπαρακαλώ — έω, Α 1. παρακινώ κάποιον μαζί με κάποιον άλλο 2. προσκαλώ κάποιον ακόμη, προσκαλώ επίσης («συμπαρεκάλει δὲ καὶ εἰς ταύτην τὴν θήραν τοὺς περὶ αὐτὸν σκηπτούχους», Ξεν.) 3. επικαλούμαι κάποιον επίσης 4. προσκαλώ κάποιον ταυτόχρονα με κάποιον άλλο …   Dictionary of Greek

  • καλώ — (AM καλῶ, έω, Α αιολ. τ. κάλημι) 1. ζητώ από κάποιον να έρθει κοντά μου (α. «κάλεσε την πυροσβεστική γρήγορα» β. «εἰς ἀγορὴν καλέσαντα... Ἀχαιούς», Ομ. Οδ.) 2. προσκαλώ κάποιον για χορό, δείπνο, γιορτή κ.λπ., συγκεντρώνω άτομα με πρόσκληση (α.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”